- υπνωτισμός
- Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον χρησιμοποιούσαν οι μάγοι και οι ιερείς για θεραπευτικούς κυρίως σκοπούς. Χρήση υ. και υποβολής γινόταν εξάλλου στα ιερά και στα ασκληπιεία των αρχαίων Ελλήνων. Τα φαινόμενα του υ. απασχόλησαν τους σοφούς και στη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα απέδιδαν όμως στη μαγεία. Για την πρόκληση του υ. χρησιμοποιήθηκαν διάφορες κινήσεις, μαγνητισμοί, ήχοι κλπ. Τα φαινόμενα του υ. μελετήθηκαν κυρίως από το Σαρκό και τους συνεργάτες του. Αυτοί περιέγραψαν τρεις καταστάσεις ύ.: τη ληθαργία, που προκαλείται με προσήλωση του βλέμματος ή κλείσιμο των βλεφάρων με ελαφριά πίεση των βολβών των ματιών, την καταληψία, που δημιουργείται με απότομη προβολή έντονου φωτός και την προκλητή υπνοβασία. Η μελέτη των καταστάσεων αυτών απέδειξε, ότι πρόκειται για αυθυποβολή του αρρώστου ή για υποβολή, που εξασκείται από το περιβάλλον του ή από τον γιατρό που τον θεραπεύει. Για τον λόγο αυτό, ό,τι δημιουργείται με υποβολή, υποχωρεί επίσης με υποβολή. Το άτομο που υπνωτίζεται δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει συνείδηση του τι συμβαίνει γύρω του, δεν έχει αυτοβουλία, μένει ακίνητο ή ακολουθεί τα παραγγέλματα αυτού που το υπνώτισε. Στην κατάσταση αυτή, το άτομο μπορεί να εκτελέσει διάφορες πράξεις, ακόμα και να θεραπευτεί από νευρικές διαταραχές, αρκεί ο υπνωτιστής να του υποβάλει παρόμοιες ιδέες. Πολλοί μάλιστα παραδέχονται ότι το άτομο μπορεί να διαπράξει και εγκλήματα, αρκεί να πάρει μια τέτοια εντολή, ενώ βρίσκεται στην κατάσταση της ύπνωσης. Η δυνατότητα αυτή παρατηρείται κυρίως σε άτομα με εγκληματική φύση, στα οποία δεν υπάρχει ηθική δύναμη που να τα χαλιναγωγεί. Από θεραπευτική άποψη ο υ. βρίσκεται σήμερα σχεδόν σε αχρηστία. Σε υ. δεν μπορούν να υποβληθούν όλοι οι άνθρωποι, αλλά μόνο εκείνοι που εντυπωσιάζονται εύκολα και φανερώνουν νευροφυτική αστάθεια και υστερική προσωπικότητα.
* * *ο, Ν1. ιατρ. το σύνολο τών τεχνικών που κάνουν δυνατή την πρόκληση ύπνωσης2. η ύπνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnotisme (< hypnotiser, βλ. υπνωτίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.